- ἀστροβολησία
- ἀστρο-βολησία, ἡ,A sun-scorch, in plants, Thphr.CP5.9.4 (nisi leg. ἀστροβλησία).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστροβολησία — ἀστροβολησίᾱ , ἀστροβολησία sun scorch fem nom/voc/acc dual ἀστροβολησίᾱ , ἀστροβολησία sun scorch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροβολησία — ἀστροβολησία, η (Α) [αστροβόλητος] το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο … Dictionary of Greek
αστροβολία — ἀστροβολία, η (Α) η αστροβολησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολία < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek